Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξυνὸς Ἐνυάλιος καί τε κτανέοντα κατέκτα

См. также в других словарях:

  • ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»